- πηλώδης
- πηλώδηςclayeymasc/fem acc pl (attic epic doric)πηλώδηςclayeymasc/fem nom/voc pl (doric aeolic)πηλώδηςclayeymasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πηλώδης — ες, ΝΜΑ [πηλός] νεοελλ. όμοιος με πηλό μσν. αρχ. γεμάτος πηλό, γεμάτος λάσπη … Dictionary of Greek
πηλώδει — πηλώδης clayey masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) πηλώδης clayey masc/fem/neut dat sg πηλώδεϊ , πηλώδης clayey dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηλώδη — πηλώδης clayey neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πηλώδης clayey masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) πηλώδης clayey masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηλῶδες — πηλώδης clayey masc/fem voc sg πηλώδης clayey neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηλώδεις — πηλώδης clayey masc/fem acc pl πηλώδης clayey masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηλώδεσι — πηλώδης clayey masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηλώδεσιν — πηλώδης clayey masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηλώδους — πηλώδης clayey masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
БУТРОТ — • Buthrōtum, Βουθρωτόν, н. Бутринто, с замечательными развалинами, цветущий приморский город и впоследствии римская колония на эпирском берегу, против Керкиры, с небольшим замком и гаванью Пелодом (Πηλώδης, Παλω̃δες). По преданию, он… … Реальный словарь классических древностей
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek